φόρταξ

φόρταξ
-ακος, ὁ, ΜΑ
μσν.
φορτικός, ενοχλητικός
αρχ.
1. αχθοφόρος
2. φορτηγό πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόρτος + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. δόν-αξ). Η αρχική σημ. τής λ. «αχθοφόρος» εξελίχθηκε «επί κακώ» για να δηλώσει τον ενοχλητικό, πιθ. εξαιτίας τής κακής φήμης τών αχθοφόρων, όπως εξάλλου έχει συμβεί και σε άλλους τ. με την ίδια σημ. (πρβλ. κόβαλος, προύνεικος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φόρταξ — carrier masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρτακας — φόρταξ carrier masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρτακες — φόρταξ carrier masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”